δορυπαγής

Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

[ῠ], ές,

   A compact of beams, νῆας A.Supp.743 (lyr.):—Ion. δουροπ- Opp.H.1.358.

German (Pape)

[Seite 660] ές, aus Balken zusammengefügt; νῆες Aesch. Suppl. 794; vgl. δουροπαγής.

Greek (Liddell-Scott)

δορῠπᾰγής: -ές, συμπεπηγμένος ἐκ δοκῶν, νῆας Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 743, πρβλ. δρυοπαγής· ― Ἰων. δουροπ-, Ὀππ. Ἁλ. 1. 358.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
construit en bois.
Étymologie: δόρυ, πήγνυμι.