διατείχισμα

Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A place walled off and fortified, Th.3.34; cross-wall, Id.7.60.    2 wall between two places, SIG421.46 (Thermon, iii B.C.), Plb.8.34.9: metaph., wall of partition, Luc. DMeretr.11.4.

German (Pape)

[Seite 606] τό, Zwischenmauer, -schanze, die zwei Orte trennt; Thuc. 3, 34. 7, 60; Pol. 8, 36, 9 u. öfter; übertr., wie unser Scheidewand, Luc. D. Meretr. 11, 4.

Greek (Liddell-Scott)

διατείχισμα: τό, τόπος διὰ τείχους ἀποκεχωρισμένος καὶ ὠχυρωμένος, Θουκ. 3. 34, 7. 36. 2) τεῖχος μεταξὺ δύο μερῶν, τόπων. Πολύβ. 8. 36, 9· μεταφ., τεῖχος διαιρῶν, διάφραγμα, μεσότοιχον, Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 11. 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lieu fortifié (litt. coupé du pays d’alentour par un mur).
Étymologie: διατειχίζω.