ον, (πάλλω)
A wielding the spear, Il.2.131, B.5.69, etc.
[Seite 713] lanzenschwingend, Il. 2, 131 u. öfter.
ἐγχέσπᾰλος: (πάλλω) ὁ πάλλων τὸ ἔγχος, μαχητής, Ἰλ. Β. 131, κτλ.
ος, ον :qui lance la javeline.Étymologie: ἔγχος, πάλλω.