ον,
A dream-like, ἀνέρες Ar.Av.687 (anap.).
[Seite 726] traumähnlich, Ar. Av. 687, ἀνέρες.
εἰκελόνειρος: -ον, εἴκελος, ὅμοιος ὀνείρῳ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687.
ος, ον :qui ressemble à un songe.Étymologie: εἴκελος, ὄνειρος.