εἰκελόνειρος
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
εἰκελόνειρον, dream-like, ἀνέρες Ar.Av.687 (anap.).
Spanish (DGE)
-ον semejante a un sueño ἀνέρες Ar.Au.687.
German (Pape)
[Seite 726] traumähnlich, Ar. Av. 687, ἀνέρες.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ressemble à un songe.
Étymologie: εἴκελος, ὄνειρος.
Russian (Dvoretsky)
εἰκελόνειρος: подобный сновидению, призрачный (ἀνέρες Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰκελόνειρος: -ον, εἴκελος, ὅμοιος ὀνείρῳ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687.
Greek Monolingual
εἰκελόνειρος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με όνειρο.
Greek Monotonic
εἰκελόνειρος: -ον, αυτός που μοιάζει με όνειρο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
εἰκελ-όνειρος, ον
dream-like, Ar.