εἴρερος

Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ὁ,

   A bondage, slavery, εἴρερον εἰσανάγουσι Od.8.529.

German (Pape)

[Seite 734] ὁ (εἴρω), die Gefangenschaft; Od. 8, 529 εἴρερον εἰσανάγουσι; Andere εἰς ἀνάγουσι.

Greek (Liddell-Scott)

εἴρερος: ὁ, δουλεία, αἱχμαλωσία, εἴρερον εἰσανάγουσι, ἄγουσιν εἰς δουλείαν, Ὀδ. Θ. 529· (ἴδε ἐν λ. εἴρω)· τῶν ἅπαξ εἰρημένων λέξεων, Ἀπολλωνίου Λεξικ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
captivité.
Étymologie: εἴρω¹ avec redoubl.