ἐθελοντής
English (LSJ)
οῦ, ὁ, Prose form of foreg. (used by S.Aj.24), Hdt.5.104,110,IG12.97.15, Th.1.60, And.1.3: as Adj.,
A ἐ. φίλος X.An.1.6.9. (dub.); τῶν ἐ. τριηράρχων D.18.99. II = δεικηλιστής, Eust.884.27.
German (Pape)
[Seite 718] ὁ, dasselbe, sowohl subst. als adj., Her. 5, 104. 110 Thuc. 1, 60 u. Folgde; Plat. Menex. 245 a. Vgl. Lob. Phryn. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοντής: -οῦ, ὁ, πεζὸς τύπος τοῦ προηγ., (μεταχειρίζεται ὅμως αὐτὸν ὁ Σοφ. ἐν Αἴ. 24), Ἡρόδ. 5. 104, 110, Θουκ. 1. 60, Ἀνδοκ. 1. 14· ἐθ. φίλος Ξεν. Ἀν. 1. 6, 9· τῶν ἐθελοντῶν τριαρχῶν Δημ. 259. 12· - πρβλ. Λοβ. Φρύν. 4.