ἐθελοντήρ
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
ἐθελοντῆρος, ὁ, volunteer, Od.2.292.
Spanish (DGE)
-ῆρος voluntario, Od.2.292.
German (Pape)
[Seite 718] ῆρος, ὁ, der Freiwillige, Od. 2, 292.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui agit volontairement ou volontiers, empressé.
Étymologie: ἐθέλω.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελοντήρ: ῆρος adj. m Hom. = ἐθελοντής I.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἑκουσίως προσφερόμενος νὰ πράξῃ τι, Ὀδ. Β. 292· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ο
βλ. εθελοντής.
Greek Monotonic
ἐθελοντήρ: -ῆρος, ὁ (ἐθέλω), αυτός που προσφέρεται εκούσια να κάνει κάτι, σε Ομήρ. Οδ.