ἐκσῴζω

Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

Ep. ἐκσαόω (q.v.) :—

   A preserve from danger, keep safe, Hdt. 9.107, S.Aj.1128, etc.; ἐ. Αἰγίσθου χερός E.El.28 ; ἐ. τινὰ ἐς φάος νεκρῶν πάρα to bring him safe.., Id.HF1222 ; τινὰ ἐκ κινδύνων Pl.Grg. 486b :—Med., save oneself, Hdt.2.107 ; also, save for oneself, ὡς.. βίοτον ἐκσωσοίατο A.Pers.360 ; κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται [δένδρα] S.Ant. 713 :—Pass., ὅταν..νῆσον ἐκσῳζοίατο when they fled for safety to the island, A.Pers.451 ; πῶς ἐξεσώθης E.Supp.751.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσῴζω: Ἐπ. ἐκσαόω (ὃ ἴδε): μέλλ. -σώσω: ―διασῴζω, διαφυλάττω ἐκ κινδύνου, διατηρῶ ἀσφαλῆ, Ἡρόδ. 9. 107, Σοφ. Αἴ. 1128, κτλ.· ἐκσ. τινά τινος, σῴζω τινὰ ἔκ τινος, Εὐρ. Ἠλ. 28· ὅτ’ ἐξέσωσάς μ’ εἰς φάος νεκρῶν πάρα ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 1222· τινὰ ἐκ κινδύνων Πλάτ. Γοργ. 486Β: ― Μέσ., σῴζω ἐμαυτόν, Ἡρόδ. 2. 107· ἢ σῴζω δι’ ἐμαυτόν, ὡς... βίοτον ἐκσωσοίατο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 360· κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται δένδρα Σοφ. Ἀντ. 713: ― Παθ., ὅταν... νεῶν φθαρέντες ἐχθροὶ νῆσον ἐκσῳζοίατο, ὅταν νικηθέντες ἐν τῇ ναυμαχίᾳ οἱ ἐχθροὶ προσπαθήσωσι νὰ εὕρωσι καταφύγιον ἐν τῇ νήσῳ κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 451· οὕτως, ἐξεσώθης Εὐρ. Ἱκ. 751.

French (Bailly abrégé)

sauver de : τινα ἔκ τινος sauver qqn d’un danger;
Moy. ἐκσῴζομαι;
1 intr. se tirer d’un danger : ἐκσ. νῆσον ESCHL gagner pour sa sûreté une île, se sauver ou se réfugier dans une île;
2 tr. sauver : βίοτον ESCHL sa vie.
Étymologie: ἐκ, σῴζω.