ου, ὁ, (οἰνάς II)
A dove-catcher, Ael.NA4.58.
οἰνᾰδοθήρας: -ου, ὁ, (οἰνὰς ΙΙ) ὁ θηρώμενος, θηρεύων περιστεράς, Αἰλ. π. Ζ. 4. 58.
ου (ὁ) :chasseur de pigeons ramiers.Étymologie: οἰνάς, θηράω.