κατευθύνω
English (LSJ)
poet. impf.
A κατευθύνεσκον IGRom.4.507b (Pergam.):—make or keep straight, τὴν πτῆσιν Arist.IA710a2; ναῦν τῷ πηδαλίῳ D.Chr.13.18; βιοτῆς οἴακα κατευθύνεσκες ἐν οἴκῳ IGRom. l.c.:—Pass., αἱ περιφοραὶ κατευθυνόμεναι Pl.Ti.44b. 2 guide, direct, τὰς φύσεις Id.Lg. 809a; τινὰ εἰς τὸν αὑτοῦ δρόμον ib.847a; [τὸν ἐλέφαντα] τῷ δρεπάνῳ Arist.HA610a28; [ναῦν] Id.Fr.11; κ. τὰς πράξεις ὁ θεός Aristeas 18; τὰ παρόντα πρὸς τὸ τέλος Plu.Cam.42; πρὸς τὰ βελτίονα τοὺς νέους Id.2.20d; τὴν ψυχήν ib.780b; τὸν λόγον πρός τι Gal.17(2).362. 3 κ. τινός demand an account from one, condemn, Pl.Lg. 945a, cf. IG22.1183.10 (prob.), Poll.8.22. II intr., make straight towards, κατεύθυναν αἱ βόες ἐν τῇ ὁδῷ εἰς ὁδὸν Βαιθσάμυς LXX 1 Ki.6.12; κ. τῇ πτήσει ὄρθιον ἐπὶ τοὺς πολεμίους Plu.Alex.33. 2 prosper, LXX Si.29.18: c. gen., succeed in doing... οὐ κατεύθυνε τοῦ λαλῆσαι οὕτως ib.Jd.12.6. 3 οἱ -ευθύνοντες the righteous, ib.Pr.15.8.
German (Pape)
[Seite 1398] 1) gerade machen, -richten, wohl einrichten, lenken; τὸ σκάφος Poll. 1, 98; πρὸς τὸ ἄστρον τὴν ναῦν Clem. Al.; αἱ περιφοραὶ κατευθυνόμεναι Plat. Tim. 44 b; Critia. 118 c; Sp., κατευθῦναι τὰ παρόντα πρὸς τὸ κάλλιστον τέλος Plut. Camill. 42. – Auch wie das simplex, strafen, = καταδικάζειν, Poll. 8, 22; Rechenschaftsablegung fordern, Plat. Legg. XII, 945 a. – 2) mit ausgelassenem ἑαυτόν, intr., gerade darauf losgehen, ἐπὶ τοὺς πολεμίους Plut. Alex. 33.
Greek (Liddell-Scott)
κατευθύνω: κάμνω ἢ διατηρῶ τι εὐθύ, φέρω τι κατ’ εὐθεῖαν γραμμήν, τὴν πτῆσιν Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 10. 3· τὴν ἀρχὴν Πλούτ. 2. 780Β· βιοτῆς οἴακα κατευθύνεσκες ἐν οἴκῳ Ἑλλ. Ἐπιγρ. 243. 26.- Παθ., αἱ περιφοραὶ κατευθυνόμεναι Πλάτ. Τίμ. 44Β. 2) διορθώνω, ὁδηγῶ ὀρθῶς, διοικῶ, τὰς φύσεις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 807Α· τινὰ εἰς τὸν αὐτοῦ δρόμον αὐτόθι 847Α· τὸν ἐλέφαντα τῷ δρεπάνῳ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, ἐν τέλ.· τὴν ναῦν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 13· τὰ παρόντα πρὸς τὸ τέλος Πλουτ. Κάμιλλ. 42· πρὸς τὰ βελτίονα τοὺς νέους ὁ αὐτ. 2. 20D. 3) κ. τινός, ζητῶ λόγον παρά τινος, καταδικάζω, Πλάτ. Νόμ. 945Α, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 22. ΙΙ. ἀμεταβ., κατευθύνω (ἐμαυτόν), κατευθύνομαι, διευθύνομαι κατ’ εὐθεῖαν πρός τινα, ἐπὶ τοὺς πολεμίους Πλουτ. Ἀλέξ. 33.
French (Bailly abrégé)
1 tr. diriger en droite ligne : τὴν ἀρχήν PLUT gouverner avec rectitude ; diriger dans le droit chemin : πρὸς τὰ βελτίονα τοὺς νέους PLUT guider les jeunes gens vers le mieux;
2 intr. (s.e. ἑαυτόν) marcher droit.
Étymologie: κατά, εὐθύνω.