ἰσόμαχος

Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ον,

   A equal in the fight, D.H.3.52; ἀρετή, κίνδυνος, D.S.16.12, 17.83: τισι Ant.Lib.14.2.

German (Pape)

[Seite 1265] in der Schlacht gleich, einander gewachsen, D. Hal. 3, 52; κίνδυνος, gleiche Gefahr, D. Sic. 17, 83.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόμαχος: -ον, ἴσος ἐν τῇ μάχῃ, ἰσοπαλής, Διον. Ἁλ. 3. 52, Διόδ. 17. 83· φάλαγξ ἰσ. Ξεν. Ἀγησ. 2, 9 (κατὰ τὸν Leuncl. ἀντὶ ἰσόμαλος· κ. ἀλλ.· ἰσόπαλος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
égal dans le combat.
Étymologie: ἴσος, μάχομαι.