ἰσοπαλής

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοπᾰλής Medium diacritics: ἰσοπαλής Low diacritics: ισοπαλής Capitals: ΙΣΟΠΑΛΗΣ
Transliteration A: isopalḗs Transliteration B: isopalēs Transliteration C: isopalis Beta Code: i)sopalh/s

English (LSJ)

ἰσοπαλές,
A equal in the struggle, well-matched, μαχομένων.. καὶ γενομένων ἰσοπαλέων Hdt. 1.82, cf. 5.49; evenly balanced, μάχη Ctes.Fr.29.31.
2 generally, equivalent, equal, ἰ. πάντῃ Parm.8.44; ἰ. κίνδυνοι Th.2.39; πλήθει ἰ. τισί Id.4.94; οὔτι ὥριφος ἰ. τοι Theoc.5.30; ἰ. ἤματι νύξ AP9.384.18, cf. Orph.A.1014. Adv. ἰσοπαλῶς Sch.Arat.364.

German (Pape)

[Seite 1265] ές, im Kampfe gleich, gewachsen, Her. 1, 82. 5, 49; übh. gleich, κίνδυνοι Thuc. 2, 39; πλήθει ἰσ. τισι 4, 94, Plat. Tim. 62 e; ἰσ. ἤματι νύξ En. ad. (IX, 384). – Adv. ἰσοπαλῶς, Schol. Arat. 147.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 d'égale force à la lutte;
2 p. ext. équivalent, égal, pareil.
Étymologie: ἴσος, πάλη.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοπᾰλής:
1 обладающий равными для борьбы силами, равный по силе: γινομένων ἰσοπαλέων Her. так как (у аргивян и лакедемонян) оказались равные силы;
2 равный (πλήθει ἰσοπαλεῖς τοῖς ἐναντίοις εἶναι Thuc.): μεσσόθεν ἰ. πάντῃ Parmenides ap. Plat. et Arst. находящийся отовсюду на равном расстоянии (от чего-л.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοπᾰλής: -ές, ἴσος ἐν τῇ πάλῃ, ἰσόπαλος ἐν μάχῃ, μαχομένων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων Ἡρόδ. 1. 82, πρβλ. 5. 49. 2) καθόλου, ἰσοδύναμος, ἴσος, Παρμενίδ. 104, Θουκ. 2. 39· πλήθει ἰσ. τισὶ ὁ αὐτ. 4. 94· νὺξ ἰσ. ἤματι Ἀνθ. Π. 9. 384, 18, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 1017. - Ἐπίρρ. -λῶς, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 147.

Greek Monolingual

ἰσοπαλής, ἰσοπαλές, μτγν. θηλ. και ἰσόπαλις, ἰσοπάλιδος (Α)
1. ίσος στην πάλη, ίσος στη μάχη, ισόπαλος
(«μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», Ηρόδ.)
2. ίσος, ισοδύναμος («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν», Θουκ.).
επίρρ...
ἰσοπαλῶς (Α)
με ισοπαλή τρόπο, ισοδύναμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -παλής (< πάλη), πρβλ. δυσπαλής].

Greek Monotonic

ἰσοπᾰλής: -ές (πάλος
1. ίσος στην πάλη, ισόπαλος στη μάχη.
2. γενικά, ισοδύναμος, ίσος, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἰσο-πᾰλής, ές πάλος
1. equal in the struggle, well-matched, Hdt.
2. generally, equivalent, Thuc.

English (Woodhouse)

equal, on a par, equally matched

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἰσοδύναμος). Ἀπό τό ἴσος + πάλη πού παράγεται ἀπό τό πάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα παλαίω.

Lexicon Thucydideum

aequabilis, par, impartial, equal, 2.39.1, 4.94.1.