πωλοδαμνέω

Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A break young horses, E.Rh.187,624, X.Oec.3.10; ἵπποι πωλοδαμνηθέντες Plu.2.2e.    2 metaph., train, αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν S.Aj.549; π. τὴν νεότητα Luc.Am.45; νεότης πωλοδαμνεῖται Plu.2.13e.

German (Pape)

[Seite 827] ein Fohlen bändigen, ein junges Pferd abrichten und zureiten; π ωλοδαμνήσας, Eur. Rhes. 187. 624; Luc. amor. 15; Plut.; u. übertr., erziehen, αὐτίκ' ὠμοῖς αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν κἀξομοιοῦσθαι φύσιν, Soph. Ai. 545.

Greek (Liddell-Scott)

πωλοδαμνέω: δαμάζω καὶ ἐκγυμνάζω νέους ἵππους, Εὐριπ. Ρῆσ. 187, 624, Ξενοφ. Οἰκ. 3, 10· ἵπποι πωλοδαμνηθέντες Πλούτ. 2. 2F. 2) μεταφ., ὡς τὸ πωλεύω, παιδαγωγῶ, αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν Σοφ. Αἴ. 549· π. τὴν νεότητα Λουκ. Ἔρωτ. 45· νεότης πωλοδαμνεῖται Πλούτ. 1. 13Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 dompter des poulains ; en gén. dresser de jeunes chevaux;
2 p. ext. dresser, former, fig.
Étymologie: πωλοδάμνης.