πωλοδαμνέω
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
A break young horses, E.Rh.187,624, X.Oec.3.10; ἵπποι πωλοδαμνηθέντες Plu.2.2e.
2 metaph., train, αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν S.Aj.549; π. τὴν νεότητα Luc.Am.45; νεότης πωλοδαμνεῖται Plu.2.13e.
German (Pape)
[Seite 827] ein Fohlen bändigen, ein junges Pferd abrichten und zureiten; π ωλοδαμνήσας, Eur. Rhes. 187. 624; Luc. amor. 15; Plut.; u. übertr., erziehen, αὐτίκ' ὠμοῖς αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν κἀξομοιοῦσθαι φύσιν, Soph. Ai. 545.
French (Bailly abrégé)
πωλοδαμνῶ :
1 dompter des poulains ; en gén. dresser de jeunes chevaux;
2 p. ext. dresser, former, fig.
Étymologie: πωλοδάμνης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πωλοδαμνέω [πωλοδάμνης: paardentemmer] temmen; overdr. opvoeden. Soph. Ai. 549.
Russian (Dvoretsky)
πωλοδαμνέω:
1 объезжать жеребцов, обучать лошадей (Eur., Xen.; ἵπποι καλῶς πωλοδαμνηθέντες Plut.);
2 воспитывать, формировать (τινα ἐν νόμοις πατρός Plut.; τὴν νεότητα Luc.).
Greek Monotonic
πωλοδαμνέω: μέλ. -ήσω,
1. δαμάζω και εκπαιδεύω νεαρά άλογα, σε Ευρ., Ξεν.
2. μεταφ., παιδαγωγώ, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πωλοδαμνέω: δαμάζω καὶ ἐκγυμνάζω νέους ἵππους, Εὐριπ. Ρῆσ. 187, 624, Ξενοφ. Οἰκ. 3, 10· ἵπποι πωλοδαμνηθέντες Πλούτ. 2. 2F. 2) μεταφ., ὡς τὸ πωλεύω, παιδαγωγῶ, αὐτὸν ἐν νόμοις πατρὸς δεῖ πωλοδαμνεῖν Σοφ. Αἴ. 549· π. τὴν νεότητα Λουκ. Ἔρωτ. 45· νεότης πωλοδαμνεῖται Πλούτ. 1. 13Ε.
Middle Liddell
πωλοδαμνέω, fut. -ήσω
1. to break young horses, Eur., Xen.
2. metaph. to train up, Soph. [from πωλοδάμνης