[ᾰ], εος, τό,
A side, Dor. word, Tab.Heracl.1.66.
πλάγος: τό, τὸ πλάγιον μέρος, ἀρχαία Δωρ. λέξις, ἐξ ἧς συνήθως ἐτυμολογεῖται τὸ πλάγιος Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 66.
ους (τό) :mot dor.côté.Étymologie: cf. πλάγιος.