ἔμβραχυ
English (LSJ)
Adv.
A in brief, in fine, in Att. with relat. such as ὅστις, ὅπου, etc.; in sense, at all, soever, παρέχειν ὅ τι τις εὔξαιτ' ἔ. Cratin. 254, cf. Ar.V.1120, Th.390, Hyp.Fr.41, prob. in Lys.13.92, Is.9.11; ἐρώτα ἔ. ὅτι βούλει Pl.Hp.Mi.365d, al.; later without relat., in a word, D.Chr.36.31. II slightly, somewhat, ὑψηλότερον ἔ. Gal.18(2).410.
German (Pape)
[Seite 806] in Kurzem, um es kurz zu sagen, überhaupt; Ar. Vesp. 1120; ἔμβραχυ περὶ ὅτου ἂν βούληται, de quacunque re, Plat. Gorg. 457 a; ὅτου ἂν δέῃ ἔμβραχυ Theag. 127 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβρᾰχυ: ἐπίρρ., ἐν συντόμω, ἐν ὀλίγοις, διὰ βραχέων, γενικῶς, κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ ὡς ἔπος εἰπεῖν, ἀλλ’ ὁ Hend. (ἐν Πλάτωνος Γοργίᾳ 457Α) παρατηρεῖ ὅτι μετὰ τὸ ὡς ἔπος εἰπεῖν ἀκολουθεῖ τὸ πάντες ἢ οὐδείς, ἐνῷ τὸ ἔμβραχυ εἶναι ἐν χρήσει μετ’ ἀναφορικῶν, π.χ. ὅστις, ὅπου, κτλ.˙ ἔδει παρέχειν ὅτι τις εὔξαιτ’ ἔμβραχυ Κρατῖνος ἐν «Ὥραις 11, πρβλ Ἀριστοφ. Σφ. 1120, Θεσμ. 390, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 365D, κ. ἀλλ.˙ ἴδε Κοβήτου V.LL. σ. 208.
French (Bailly abrégé)
adv.
en un mot, brièvement ; un peu.
Étymologie: ἐν, βραχύ.