ἔνδεσις
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐνδέω A)
A binding on, of the point of the pilum, Plb. 6.23.11: pl., fastenings, Ph.Bel.99.47; junction, τοῦ ποδός Hp.Oss. 16. 2 swaddling, Sor.1.84. II entanglement, M.Ant. 10.28. 2 cohesion of superstructure and foundation, Ph.Bel.84.20 (pl.).
German (Pape)
[Seite 832] ἡ, das Ein-, Anbinden, vom Knochenverbande, Hippocr., Pol. 6, 23, 11; übertr., Hemmung, Unglück, M. Anton. 10, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδεσις: -εως, ἡ, (ἐνδέω) δεσμός, σύνδεσις, παρὰ τὴν ἔνδεσιν τοῦ ποδός, ἔνθα συνδέεται ὁ ποὺς μετὰ τῆς κνήμης, Ἱππ. π. Ὀστ. 279. 17, πρβλ. Πολύβ. 6. 23, 11. ΙΙ. δεσμός, ἐμπλοκὴ (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁμ. ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ), Μ. Ἀντων. 10. 28, ἔνθα ἴδε Gataker.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
entrave, obstacle, malheur.
Étymologie: ἐνδέω¹.