ἐμπορευτέα

Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A one must tramp, Ar.Ach.480.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπορευτέα: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ πορευθῇ, ν’ ἀπέλθῃ, ὦ θύμ’, ἄνευ σκάνδικος ἐμπορευτέα Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 480.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de ἐμπορεύομαι.