ἐμπορεύομαι
English (LSJ)
fut. ἐμπορεύσομαι: aor. 1 ἐνεπορεύθην:—Med., aor. 1
A ἐνεπορευσάμην Pl.Ep.313d:—travel, ξένην ἔπι.. γαῖαν S.OT456; ὡς τύραννον Id.Fr.873; ποῖ δ' ἐμπορεύῃ; Id.El.405; τηνῶθεν Ar.Ach. 754.
2 abs., walk, Epich.53, Metag.10.
II travel for traffic or travel for business, Χρηματισμοῦ Χάριν Pl.Lg.952e; εἰς Πόντον Chion Ep.7,8, cf. SIG1166 (Dodona): metaph., ἐ. εἰς ἰατρικήν inveigh against the art of healing, Hp.de Arte1.
2 to be a merchant, traffic, Th.7.13, X.Vect.3.3, etc.; λόγοισιν Com.Adesp.269: c. acc., trade in, γῆν LXX Ge.34.21.
3 c. acc. rei, import, Pl.Ep.313e; πολλὰς διὰ θαλάσσης ὠφελείας D.H.6.86; πορφύραν ἀπὸ Φοινίκης D.L.7.2; γλαῦκας Luc. Nigr.Prooem.
b metaph., δίαιταν ἥντιν' ἐμπορεύεται what manner of lite he leads, E.Fr.812.6; ἐ. τὴν φιλοσοφίαν to make a trade of it, Ph.2.486, Them.Or.23.298d, cf. J.AJ4.6.8; πλήθη καλῶν γυναικῶν Ath.13.569f; in bad sense, trade on, τὴν λήθην τῶν δικαστῶν Ph.2.536.
4 c. acc. pers., make gain of, overreach, cheat, πλαστοῖς λόγοις ὑμᾶς 2 Ep.Pet.2.3:—also in Act., Plb.38.12.10.
Spanish (DGE)
• Morfología: [dór. impf. sg. 1a ἐμπορευόμαν Ar.Ach.754; en v. act. Plb.38.12.10]
I intr.
1 avanzar, caminar, marchar καρκίνοι ... πεζᾷ δ' ἐμπορεύονται μόνοι Epich.47.2, σφριγῶντες ἐμπορεύονται Achae.4.2, ἐπ' ἐμαυτὸν ἐμπορεύομαι camino por mi cuenta e.d. yo solo Procop.Gaz.Decl.2.46, c. rég. de direcc. o ext. ὅστις γὰρ ὡς τύραννον ἐμπορεύεται κείνου 'στι δοῦλος, κἂν ἐλεύθερος μόλῃ quien junto a un tirano se encamina, es esclavo de él, aunque vaya libre S.Fr.873, ξένην ἔπι ... γαῖαν S.OT 456, ποῖ δ' ἐμπορεύῃ; S.El.405, τηνῶθεν Ar.l.c., Ἄργος ἐμπορευθείς E.Andr.1032, αὐτὴν (τὴν γῆν) que esos hombres la recorran (la tierra) LXX Ge.34.21, cf. 42.34
•fig. c. suj. abstr. αἱ ... ἡδοναὶ οὐκ ἐπὶ σφῶν αὐτῶν ἐμπορεύονται los placeres no marchan solos Antipho Soph.B 49.
2 ref. los viajes mercantiles traficar, negociar, dedicarse al comercio entre ciudad χρηματισμοῦ χάριν ἐμπορευόμενοι Pl.Lg.952e, cf. Th.7.13, X.Vect.3.3, D.33.2, ἐμπορε[ύ] εσθαι ... χρήματα ἄγοντα [καὶ] κατὰ γᾶν καὶ κατὰ θάλασ[σ] αν IOrac.Dodon.95B.5, cf. 89.1 (ambas IV a.C.), D.H.3.46, ὡσεὶ ναῦς ἐμπορευομένη μακρόθεν LXX Pr.31.14, ἐμπορεύεσθαι ἠγόραζον compraban para negociar LXX 2Pa.1.17, ἐμπορευσόμεθα καὶ κερδήσομεν Ep.Iac.4.13, πιπράσκειν καὶ ἐμπορεύεσθαι Heph.Astr.3.5.72, cf. Aesop.181, πόλει δέ, ἥτις ἂν μήτε χρηματίζηται ... μήτ' ἐμπορεύηται Pl.Lg.949e, cf. Arr.Epict.4.10.11, M.Ant.4.32, op. αἱ ἑδραίαι τῶν τεχνῶν ‘oficios sedentarios’, Basil.Ep.198.1
•comerciar, mercadear con c. ac. int. o adverb. Ἀρχέδημος ἐμπορεύσεται καλλίω καὶ θεοφιλεστέραν (ἐμπορίαν) Pl.Ep.313e, οἱ ἐμπορευόμενοι ἐπιμελέστερον quienes realizan su actividad comercial con seriedad Chio 11.1, cf. PMich.709.6 (II/III d.C.), πολλὰς διὰ θαλάσσης ὠφελείας D.H.6.86, cf. Hdn.8.2.3, τὸν Ἰνδικὸν ... φόρτον Str.2.5.12, c. dat. de pers. οὗτοι ἐνεπορεύοντο σοι LXX Ez.27.13.
3 fig. comerciar con, sacar partido a c. dat. λόγοισιν Com.Adesp.937, θεαταῖς καὶ θεάτροις Ph.2.576, c. giro prep. ἀπὸ πάντος γενήματος LXX Am.8.6, περὶ ... τοὺς γυναικείους κόσμους Ptol.Tetr.4.4.6.
II tr.
1 c. ac. de concr. importar mercancías, comprar, adquirir τὰ πολλὰ σχεδίαις εἰς τὴν Βαβυλωνίαν ἐμπορεύεσθαι Aristobul.57, ἔλαιον εἰς Αἴγυπτον LXX Os.12.2, γλαῦκας Luc.Nigr.proem., Ἀσπασία ... ἐνεπορεύετο πλήθη καλῶν γυναικῶν Ath.569f, πορφύραν ... ἀπὸ τῆς Φοινίκης D.L.7.2, en v. pas. τὰ ἐμπορευόμενα ἐπιτήδεια Basil.Ep.365
•fig. conseguir, obtener κρεῖττον γὰρ αὐτὴν (σοφίαν) ἐ. ἢ ... ἀργυρίου θησαυρούς porque más vale conseguir sabiduría que tesoros de plata LXX Pr.3.14, cf. Clem.Al.Strom.1.15.66, Gr.Nyss.M.46.829A
•despect. mercarse μοιχόν ἐμπεπορευμένη habiéndose (ella) mercado un amante Ach.Tat.8.10.11, τὴν λήθην τῶν δικαστῶν Ph.2.536, πολυτρόπως αὐτὸν ἐμπορευομένη Gr.Naz.M.35.997C.
2 c. ac. abstr. hacer negocio, explotar, sacar provecho de frec. c. idea de engaño πολλὰ δή τινα πρὸς ταύτην τὴν ὑπόθεσιν ἐμπορεύων Plb.38.12.10, χάριτας ἐμπορευόμενος un actor, D.S.37.12, τὴν ὥραν τοῦ σώματος I.AI 4.134, τὴν σοφίαν Them.Or.23.298d, cf. Pythag.Ep.2.3, Gr.Nyss.Fat.53.2, τὴν χάριν Basil.M.31.436A, Gr.Nyss.M.46.420B, εἰ μὴ δι' αἵματος ἐμπορεύσεται τὴν βασιλείαν I.BI 1.514, οὐ δεῖ ... ἐμπορεύεσθαι τὸν λόγον τῆς διδασκαλίας ἐν κολακείᾳ τῶν ἀκουόντων Basil.M.31.836A, πλαστοῖς λόγοις ὑμᾶς ἐμπορεύσονται (οἱ ψευδοδιδάσκαλοι) 2Ep.Petr.2.3, cf. Hld.6.7.8.
3 fig. andar embarcado en, llevar entre manos, dedicarse, practicar δίαιταν ... ἥντιν' ἐμπορεύεται E.Fr.812.6, cf. Chrys.M.64.460D, ἡμεῖς δὲ ἀρετήν ἐμπορευόμεθα mas nosotros andamos embarcados en la virtud Chio 11, τὴν συνήθη φιλοσοφίαν ἐμπορευσόμενοι Ph.2.486.
4 proporcionar, abastecer θυμιαμάτων ... χρήσεις ..., αἵ τε τοὺς αὑτῶν ἔρωτας τοῖς ἐρασταῖς ἐμπορευόμεναι la utilización de perfumes, que proporcionan sus filtros de amor a los amantes Porph.Abst.1.34, ἡ Ἀραβία καὶ πάντες οἱ ἄρχοντες Κηδαρ ... ἐν οἷς (καμήλοις) ἐμπορεύονταί σε de los cuales (camellos) Arabia y todos los príncipes de Cedar te abastecen LXX Ez.27.21.
German (Pape)
[Seite 816] dep. pass., hineingehen, hineinreisen, marschiren; ξένην ἐπὶ γαῖαν Soph. O. R. 456; ποῖ δ' ἐμπορεύει, wo gehst du hin? El. 397; oft absolut, eine Reise machen, Epicharm. bei Ath. III, 91 c; εἰς ἰατρικήν, um die Heilkunde zu erlernen, Hippocr.; bes. χρηματισμοῦ χάριν, Plat. Legg. XII, 952 e; dah. übh. Handelsmann sein, Handel treiben, μήτε χρηματίζεσθαι, μήτε ἐμπ. (Handel u. Wandel), 943 a, wie Thuc. 7, 13 u. A. (in dieser Bdtg von ἔμπορος abgeleitet, u. mit aor. med., vgl. Ath . III, 90 e u. Plat. Ep. unten); ὁ Φοίνιξ ἐνεπορεύετο Luc. Icaromen. 16. Auch = Waaren einführen, ἐμπορίαν ἐμπορευσάμενος Plat. Ep. II, 313 e; γλαῦκας Luc. Nigr. 1; ὠφελείας, Gewinn machen, Dion. Hal. 6, 86; a. Sp.; Ἀσπασία ἐνεπορεύετο πλήθη γυναικῶν, machte damit Geschäfte, Ath. XIII, 569 f; dah. kaufmännisch handeln, betrügen, N. T Diese Bdtg hat auch das act. bei Pol. 38, 4, 5.
French (Bailly abrégé)
f. ἐμπορεύσομαι, ao. ἐνεπορεύθην;
1 marcher dans ou vers : ἐπὶ γαῖαν SOPH aller vers un pays;
2 par une relation d'idées analogue à celle des sens de ἔμπορος : faire le commerce, trafiquer ; particul. importer, acc..
Étymologie: ἐν, πορεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπορεύομαι: (aor. ἐνεπορεύθην и ἐνεπορευσάμην)
1 идти, ехать, отправляться (ξένην ἐπὶ γαῖαν Soph.; πρός τινα Plut.);
2 ездить по торговым делам, вести торговлю Thuc., Arph., Plat., Luc.;
3 (о товарах), ввозить (ἐμπορίαν Plat.): γλαῦκας ἐ. (sc. εἰς Ἀθήνας) погов. Luc. ввозить сов в Афины (эмблемой которых была сова Паллады) (ср. русск. «морю воды добавлять»);
4 хитро обольщать, обманывать (πλαστοῖς λόγοις τινά NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπορεύομαι: μέλλ. -πορεύσομαι: ἀόρ. ἐνεπορεύθην, καὶ ἐν Πλάτ. Ἐπιστ. 313D, -ευσάμην: Ἀποθ. Πορεύομαι, μεταβαίνω, ξένην ἔπι... ἐμπορεύσεται Σοφ. Ο. Τ. 456˙ ὅστις δὲ πρὸς τύραννον ἐμπορεύεται, κτλ., ὁ αὐτ. 711˙ ποῖ δ’ ἐμπορεύει; ὁ αὐτ. Ἠλ. 405˙ ἐκεῖθεν Ἀριστοφ. Ἀχ. 754. 2) ἀπολ., περιπατῶ, Λατ. incedo, Ἐπίχαρμ. 26 Ahr., Μεταγεν. ἐν «Ὁμήρῳ» 1. ΙΙ. ταξειδεύω χάριν ἐμπορίου ἢ ἐργασίας, χρηματισμοῦ χάριν Πλάτ. Νόμ. 952Ε˙ ἐμπορευόμενος εἰς τὸν Πόντον Χίωνος Ἐπιστ. 8: - μεταφ., ἐμπ. εἰς ἰατρικήν, εἰσβάλλειν εἰς τὴν ἰατρικὴν τέχνην, Ἱππ. 3. 4. 4) εἶμαι ἔμπορος, ἐμπορεύομαι, ὡς παρ’ ἡμῖν, Θουκ. 7. 13, Ξεν. Πόροι 3, 1 καὶ 3˙ ἔν τινι, λόγοισιν Ἑρμόδωρος ἐμπορεύεται Ποιητ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. λόγοισιν. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ., εἰσάγω, Πλάτ. Ἐπιστ. 313Ε˙ διὰ θαλάσσης Διον. Ἁλ. 6. 86˙ πορφύραν ἀπὸ Φοινίκης Διογ. Λ. 7. 2˙ γλαῦκας Λουκ. Νιγρ. προοίμ.: - μεταφ., δίαιταν ἥνπερ ἐμπρεύεται, τίνα τρόπον βίου διάγει, Εὐρ. Ἀπόσπ. 809. 6 (ἀλλ’ ἴδε ἡμερεύω)˙ ἐμπ. τὴν φιλοσοφίαν Θεμίστ. 298˙ πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 6, 4,. Ἀθήν. 569F. 4) μετ’ αἰτ. προσ., μεταχειρίζομαί τινα ὡς ἐμπόρευμα, ἀπατῶ αὐτόν, πλαστοῖς λόγοις ὑμᾶς ἐμπορεύσονται Β΄ Ἐπιστ. Πέτρου β΄, 3˙ οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., Πολύβ. 38. 4, 10, ἔνθα ὁ Valck. προτείνει: ῥητορεύων.
English (Strong)
from ἐν and πορεύομαι; to travel in (a country as a pedlar), i.e. (by implication) to trade: buy and sell, make merchandise.
English (Thayer)
(see ἐν, III:3): deponent passive with future middle ἐμπορεύσομαι; (from ἔμπορος, which see); to go a trading, to travel for business, to traffic, trade (Thucydides and following; the Sept.): Rst G here give the 1st aorist subjunctive ἐμπορευσώμεθα); with the accusative of a thing, to import for sale (as ἔλαιον εἰς Αἴγυπτον, the Sept. πορφύραν ἀπό Φοινίκης, (Diogenes Laërtius 7,2; γλαυκας, Lucian, Nigrin. at the beginning); to deal in; to use a thing or a person for gain (A. V. make merchandise of) (ὥραν τοῦ σώματος, Josephus, Antiquities 4,6, 8; Ἀσπασια ἐνεπορεύετο πλήθη γυναικῶν, Athen. 13, p. 569f.): Winer's Grammar, 223 (209); (Buttmann, 147 (129)).
Greek Monolingual
(AM ἐμπορεύομαι)
1. είμαι έμπορος, ασκώ το επάγγελμα του εμπόρου («καί διά ταῦτα πλείους τε καὶ ἥδιον ἐμπορεύοιντο», Ξεν.)
2. εκμεταλλεύομαι για χρηματισμό (συνήθ. με κακή σημασία για εκμετάλλευση γυναικών) (α. «οἱ ἄνθρωποι οὗτοι... μεθ' ἡμῶν οἰκείτωσαν ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐμπορευέσθωσαν αὐτήν», ΠΔ
β. «Ἀσπασία ἡ σωκρατικὴ ἐνεπορεύετο πλήθη καλῶν γυναικῶν», Αθήν.)
3. μτφ. καπηλεύομαι («ἐμπορεύεται τὴν φιλοσοφίαν», Φίλ.)
νεοελλ.
1. κάνω εμπόριο, αγοράζω και πουλώ κάτι για να κερδίσω από την αγοραπωλησία («εμπορεύεται κρασιά»)
2. (η μτχ. εν. ως ουσ.) ο εμπορευόμενος
ο έμπορος
μσν.
βρίσκω, αποκτώ
αρχ.
1. πορεύομαι, οδεύω, ταξιδεύω («ξένην ἔπι... γαῖαν ἐμπορεύεται», Σοφ.)
2. (απολ.) περπατώ
3. ταξιδεύω για εμπόριο ή για δουλειά
4. προχωρώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι
5. μτφ. κερδοσκοπώ
6. (με αιτ. πράγμ.) εισάγω (α. «πορφύραν εμπορευόμενος», Διογ. Λ.
β. «εἰχόμην ἄν τῷ γελοίῳ γλαῡκας ὡς ἀληθῶς ἐμπορευόμενος», Λουκ.)
7. (με αιτ. προσ.) εξαπατώ για να κερδίσω κάτι («πλαστοῖς λόγοις ὑμᾱς ἐμπορεύσονται», ΚΔ Πέτρ.)
8. ενεργώ με δόλο, απατηλά.
Greek Monotonic
ἐμπορεύομαι: μέλ. -πορεύσομαι, αόρ. αʹ ἐνεπορεύθην (ἐν)·
I. 1. Αποθ., πορεύομαι, μεταβαίνω, σε Σοφ.
II. 1. ταξιδεύω με εμπορικούς σκοπούς (ως εργασία), είμαι έμπορος, κάνω εμπόριο, εμπορεύομαι, πραματεύομαι, σε Θουκ.
2. με αιτ. πράγμ., εισάγω, σε Λουκ.
3. με αιτ. προσ., μεταχειρίζομαι κάποιον ως εμπόρευμα, εξαπατώ, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. -πορεύσομαι aor1 ἐνεπορεύθην [ἐν]
Dep.
I. to travel, Soph.
II. to travel for traffic, to be a merchant, to trade, traffic, Thuc.
2. c. acc. rei, to import, Luc.
3. c. acc. pers. to make gain of, to overreach, NTest.
Chinese
原文音譯:™mporeÚomai 恩-坡留哦買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:在內-走 相當於: (סָחַר) (קָנָה) (שָׁבַר)
字義溯源:作買賣,取利,交易,得利,利用;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(πορεύομαι)=走過)組成;其中 (πορεύομαι)出自(πεῖρα)=察驗), (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊),而 (πέραν)出自(πειράω)X*=穿過)
同源字:1) (ἐμπορεύομαι)作買賣 2) (ἐμπορία)買賣 3) (ἐμπόριον)市場 4) (ἔμπορος)商人 5) (πορεύομαι)走過參讀 (ἀγοράζω)同義字
出現次數:總共(2);雅(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 取利(1) 彼後2:3;
2) 作買賣(1) 雅4:13
Lexicon Thucydideum
mercaturam facere, to trade, traffic, 7.13.2, [vulgo commonly αὐτοῦ]