ἐνακόσιοι
English (LSJ)
αι, α,
A nine hundred, Th.5.12, SIG495.88(Olbia, iii B.C.), IG5(1).1146.10 (Gytheion, i B.C.), ib.11(2).165.53(Delos, iii B.C.); Ion. εἰνακόσιοι Hdt.2.13, 145.
German (Pape)
[Seite 826] bessere Form als ἐννακόσιοι, neunhundert, Poppo Thuc. 1, 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰκόσιοι: -αι, -α, Θουκ. 1. 46˙ οὐχὶ ἐννακόσιοι διὰ δύο ν, ἴδε ἐπιγρ. Ὀλβ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2058A. 88˙ πρβλ. ἐνάκις καὶ τὸν Ἰων. τύπον εἰνακόσιοι, Ἡρόδ. 2. 13, 145.
French (Bailly abrégé)
mieux que ἐννακόσιοι;
αι, α;
neuf cents.
Étymologie: ἐννέα.