ἐνάκις

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνάκις Medium diacritics: ἐνάκις Low diacritics: ενάκις Capitals: ΕΝΑΚΙΣ
Transliteration A: enákis Transliteration B: enakis Transliteration C: enakis Beta Code: e)na/kis

English (LSJ)

Ep. εἰνάκις [ᾰ], Adv. nine times, Od.14.230:—usu.written ἐννάκις in codd.: ἐννεάκις is v.l. in Nicom.Harm.8: also ἐννάκι δ' ἐννέα Μοῦσαι AP14.120.8; ἐνάκι Iamb. in Nic.p.17P.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐνάκι Iambl.in Nic.17; jón. εἰνάκις Od.14.230, graf. ε̄̓νάκι CEG 844.10 (Tasos IV a.C.); frec. ἐννάκις Nicom.Harm.8, Ph.1.22, Plu.2.989b, Vett.Val.399.6, Orib.Ec.2.3; ἐννάκι AP 14.120; ἐννεάκις Lindos 421a.5 (I d.C.), Vett.Val.140.24
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. nueve veces εἰ. ἀνδράσιν ἄρξα ... ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς Od.l.c., στεφανωθείς Lindos l.c., cf. CEG l.c., Plu.l.c., Orib.l.c., PMag.72.5
en combinación c. otros numerales τὸ ὑπὸ τῶν ἄκρων πρόμηκες ἴσον τῷ ὑπὸ τῶν μέσων, τὸ δωδεκάκις ς τῷ ἐννάκις η Nicom.l.c., cf. Iambl.l.c., Ph.l.c., Vett.Val.399.6, Procl.in Ti.2.33.12, ἐ. δ' ἐννέα Μοῦσαι ἐμεῦ λάβον AP l.c., cf. Hippol.Haer.4.14.11.

French (Bailly abrégé)

mieux que ἐννάκις;
adv.
neuf fois.
Étymologie: ἐννέα, -ακις.

German (Pape)

s. ἐννάκις.

Russian (Dvoretsky)

ἐνάκις: v.l. ἐννάκις, эп. εἰνάκις adv. девятикратно, девять раз Hom., Plat., Diod., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνάκις: ἐπίρρ., ἐννέα φορὰς, Πλάτ. Κριτί. 108Ε, διάφ. γραφ. ἐννάκις διὰ δύο ν ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 14. 120 καὶ συχν. παρὰ Διοδ.: - ἀλλ’ ὅτι ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος ἦτο ἐνάκις δι’ ἑνὸς ν φαίνεται ἐκ τοῦ Ἰων. καὶ Ἐπ. τύπου εἰνάκις, Ὀδ. Ξ. 230˙ πρβλ. ἐνακισχίλιοι, -αι, -α, ἐνακόσιοι.

Greek Monolingual

ἐνάκις και ἐνάκι, επικ. τ. εἰνάκις (Α)
(αριθμ. επίρρ.) εννιά φορές.

Greek Monotonic

ἐνάκις: [ᾰ], Επικ. εἰνάκις (ἐννέα), επίρρ., εννιά φορές, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ.

Middle Liddell

adverb ἐννέα
adv. nine times, Od., Plat.

Léxico de magia

adv. nueve veces ποίει δὲ πρὸ ἡμερῶν τριῶν ἐπικαλεσάμενος Ἄρκτον ἐ. ἀναβὰς ἐπὶ δῶμα ὑψηλόν hazlo tras haber subido a lo alto de la casa e invocar nueve veces a la Osa tres días antes P LXXII 5