ἐμφόρησις

Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A greedy eating and drinking, Ath.1.10b; σαρκῶν - σεις Plu.2.472b; τῶν ἀλλοτρίων σωμάτων Porph.Abst.1.34; replelion, Paul.Aeg.6.96.

German (Pape)

[Seite 820] ἡ, unmäßiger Genuß, Uebersättigung, Ath. I, 10 b u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφόρησις: -εως, ἡ, ὑπερπλήρωσις, λαίμαργος πολυφαγία καὶ πολυποσία, οὐ διψήσεως ἄκος, ἀλλ’ ἐμφορήσεως ἕνεκα Ἀθήν. 10 Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se gorger de, usage immodéré, jouissance jusqu’à satiété.
Étymologie: ἐμφορέω.