ἐξονομαίνω

Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A name, speak of by name, ἄνδρα Il.3.166; αἴδετο . . γάμον ἐξονομῆναι name, tell it, Od.6.66, cf. h.Ven.252; τὸ πλῆθος τοῦ ἀργυρίου SIG527.122 (Crete, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 886] bei Namen nennen, rufen; ἄνδρα Il. 3, 166; αἴδετο γάμον ἐξονομῆναι, sie schämte sich, die Hochzeit mit Namen zu nennen, Od. 6, 66; h. Ven. 253.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξονομαίνω: λέγω τὸ ὄνομά τινος, ὥς μοι καὶ τόνδ’ ἄνδρα... ἐξονομήνῃς, «ἐξ ὀνόματος εἴπῃς» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 166· αἴδετο γὰρ γάμον ἐξονομῆναι, ν’ ἀναφέρῃ περὶ τοῦ γάμου, νὰ εἴπῃ περὶ αὐτοῦ ὀνομαστί, Ὀδ. Ζ. 66, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 252.

French (Bailly abrégé)

appeler ou désigner par son nom.
Étymologie: ἐξ, ὄνομα.