ὀνομαστί
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
Adv. (ὀνομάζω) by name, ὀνομαστί τινὰς βώσαντες Hdt.5.1; λέγειν Id.6.79; ἀνακαλεῖν Th.7.70; διελθεῖν Isoc.9.51; μνησθῆναί τινος D.21.58.—Rare in Poets, as Critias 6.3 D., Call.Aet.Oxy.2080.81:—in form ὀνῠμαστί Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene). [Written -ί in IG12.57.44 (v B.C.), Berl.Sitzb.l.c., and this is confirmed by the quantity [ῐ] in Critias and Call.ll.cc.; but ὀνομαστεί SIG355.18 (Ilium, iv/ iii B.C.), OGI218.27 (ibid., iii B.C.).]
German (Pape)
[Seite 349] namentlich, mit Namen; λέγειν, Her. 6, 79; Antiph. 6, 23; παρακαλεῖν, Xen. An. 6, 3, 24; vgl. Thuc. 7, 69; ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις, 1, 132; ἀνακαλεῖν, Arr. An. 2, 7, 11; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
par son nom.
Étymologie: ὄνομα.
Russian (Dvoretsky)
ὀνομαστί: adv.
1 по имени (βοᾶν τινα Her.; ἀνακαλεῖν Thuc.);
2 поименно (ἐπιγράφειν τὰς πόλεις Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομαστί: Ἐπίρρ., κατ’ ὄνομα, ἐξ ὀνόματος, Λατ. nominatim, ὀν. τινα βοᾶν Ἡρόδ. 5. 1· λέγειν ὁ αὐτ. 6. 79, Ἀντιφῶν 144. 7· ἀνακαλεῖν Θουκ. 7. 70· μνησθῆναί τινος Δημ. 533. 5. - σπάνιον παρὰ ποιηταῖς, Κριτίας 2. 3 [[[ἔνθα]] ῐ].
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀνομαστί, Α και ὀνομαστεί και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαοτί)
επίρρ. με το όνομα κάποιου, ονομαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνομαστός + επιρρμ. κατάλ. -ί / -εί (πρβλ. αγελαστί)].
Greek Monotonic
ὀνομαστί: επίρρ. (ὀνομάζω), ονομαστικά, με το όνομα, σε Ηρόδ., Θουκ.