ἐπαλαστέω

Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A to be full of wrath at a thing, τὸν δ' ἐπαλαστήσασα προσηύδα Od.1.252, cf. A.R.3.369,557.

German (Pape)

[Seite 897] unwillig sein darüber, Od. 1, 252, Schol. ἐπὶ τοῖς λεχθεῖσιν ὡς ἀλάστοις οὖσι δεινοπαθήσασα, auch Ap. Rh. 3, 369. 557.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰλαστέω: ἀγανακτῶ, τὸν δ’ ἐπαλαστήσασα προσηύδα Παλλὰς Ἀθήνη «ἐπὶ τοῖς λεχθεῖσιν, ὡς ἀλάστοις καὶ δεινοῖς οὖσι, δεινοπαθήσασα» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 252, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 369, 557. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαλαστήσασα· σχετλιάσασα, δεινοπαθήσασα, ἐπιχαλεπήνασα».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être mécontent ou affligé.
Étymologie: ἐπί, ἄλαστος.