ἐπετήσιος

Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ον,

   A = ἐπέτειος, from year to year, yearly, καρπός Od.7.118, cf. PSI4.320.12 (i A.D.); προστατεία Th.2.80; θυσίαι Jul.Or.4.131d; lasting the whole year, τελεσφορίη Call.Ap.78; ἐγχρονίσας ἐπετήσιον for a year, Epigr.Gr.815.

German (Pape)

[Seite 918] = ἐπέτειος, καρπός, das ganze Jahr durch dauernde Frucht, Od. 7, 118; τελεσφορίη, alljährlich, Callim. Apoll. 78.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπετήσιος: -ον, ὁ καθ’ ὅλον τὸ ἔτος διαρκῶν, διηνεκής, καρπὸς Ὀδ. Η. 118· τελεσφορίην ἐπετήσιον Καλλ. Ἀπόλλ. 77· ἐγχρονίσας ἐπετήσιον, ἐπὶ ἓν ἔτος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2569. 8.- Πρβλ. Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. 336.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de chaque année.
Étymologie: ἐπί, ἔτος.