aor. I ἐπέχρησα,
A lend, τινὶ τάγματα πρὸς τὸν πόλεμον Plu.Pomp.52; ἐπιχρήσας ἑαυτὸν εἰς ἀπαλλοτρίωσιν CIG3281 (Smyrna).
[Seite 949] (s. κίχρημι), dazu leihen, ἐπέχρησε Plut. Pomp. 52.
seul. ao. ἐπέχρησα;prêter en outre.Étymologie: ἐπί, κίχρημι.