ἕστασαν

Revision as of 19:57, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Greek (Liddell-Scott)

ἕστᾰσαν: γ΄ πληθ. συγκεκομμ. ὑπερσ. τοῦ ἵστημι, Ὅμ.: ἀλλά, ΙΙ. ἔστᾰσαν, ἀντὶ ἔστησαν, γ΄ πληθ. ἀορ. α΄, ἔστησαν ἢ ἐτοποθέτησαν, Ἰλ. Β. 525, Ὀδ. Γ. 182, Σ. 307, πρβλ. ἰδίως Ἰλ. Μ. 55. 56.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. pqp. de ἵστημι.