εὔπεπλος
English (LSJ)
Ep. ἐϋ-, ον,
A with beautiful peplos, beautifully robed, of women, Il.5.424, Od.6.49, Hes.Th.273; οὐρανοῦ θυγάτηρ Pi.Pae.Fr. 16.10, cf. B.8.61. II εὔπεπλον, τό, = δαφνοειδές, Ps.-Dsc.4.146.
German (Pape)
[Seite 1087] schöngewandig, Ἀχαιϊάδες, ἀμφίπολος, Il. 5, 424. 6, 372, Ναυσικάα, Od. 6, 49; Δαμάτηρ, Theocr. 7, 32.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπεπλος: -ον, ἔχων ὡραῖον πέπλον, ὡραῖα ἐνδεδυμένος, ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ε. 424, Ὀδ. Ζ. 49, Ἡσ. Θ. 273, Βακχυλ. 10. 42., 14. 49 (ἔκδ. Blass).