εὐσκευέω

Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A to be well equipped, S.Aj.823.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσκευέω: (ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὔσκευος), εἶμαι καλῶς παρασκευασμένος, οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν, «καλῶς παρεσκευάσμεθα, καὶ ἔχομεν πάντα ὧν δεῖ πρὸς θάνατον» (Σχόλ.), -τοὺς λόγους τούτους λέγει ὁ Αἴας πρὸς ἑαυτὸν μικρὸν πρὸ τῆς αὐτοκτονίας -Σοφ. Αἴ. 823.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être bien équipé.
Étymologie: εὖ, σκεῦος.