εὐσκευέω
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
to be well equipped, S.Aj.823.
French (Bailly abrégé)
εὐσκευῶ :
être bien équipé.
Étymologie: εὖ, σκεῦος.
German (Pape)
wohl gerüstet sein, Soph. Aj. 810. Von εὔσκευος.
Russian (Dvoretsky)
εὐσκευέω: быть тщательно снаряженным, быть хорошо подготовленным: οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν Soph. вот я и готов.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσκευέω: (ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὔσκευος), εἶμαι καλῶς παρασκευασμένος, οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν, «καλῶς παρεσκευάσμεθα, καὶ ἔχομεν πάντα ὧν δεῖ πρὸς θάνατον» (Σχόλ.), -τοὺς λόγους τούτους λέγει ὁ Αἴας πρὸς ἑαυτὸν μικρὸν πρὸ τῆς αὐτοκτονίας -Σοφ. Αἴ. 823.
Greek Monotonic
εὐσκευέω: (όπως αν προερχόταν από το εὔ-σκευος), είμαι καλά εφοδιασμένος, προετοιμασμένος, σε Σοφ.