ἑψία

Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

[ῐ], Ion. -ιη, ἡ,

   A amusement, S.Fr.3; plaything, Nic.Th.880: pl., ἔψια, τά, EM406.8; ἕψεια, Hsch. (Etym. uncertain: derived by Hsch. from ἕπρμαι, by EM from ἔπος. The connexion with Lat. jocus is doubtful.)

German (Pape)

[Seite 1132] ἡ, ion. ἑψίη, auch ἑψιά u. nach den alten Grammatikern ἐψία geschrieben,.Soph. frg. 4; bei Hesych., der es von ἕπομαι ableitet, ὁμιλία erkl. Bei Nic. Al. 880, σπέρμ' ὀλοὸν κνίδης, ἥθ' ἑψίη ἔπλετο κούροις, ist es = Scherz, Spiel.

Greek (Liddell-Scott)

ἑψία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ψῐά, ψειὰ) παιγνίδιον ὅπερ ἐπαίζετο διὰ ψηφιδίων: καθόλου, παιδιά, παιγνίδιον, Νικ. Θ. 880· «ἑψία· γέλως, παιδιά, χλεύη, ἔφοδος· ἀπὸ τοῦ ἕπεσθαι. ὁμιλία. Σοφοκλῆς Ἀθάμαντι δευτέρῳ (Ἀποσπ. Σοφ. 4.) «Ἡσύχ. Ὑπάρχει πληθ. τύπος ἔψια ἢ ἕψια, τά, ἐν Ἐτυμολ. Μ. 406. 8, ἑρμηνευόμενα: «τὰ ἀπὸ λόγων παίγνια», παρὰ δὲ Ἡσυχ. «ἕψεια· παίγνια».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 entretien familier;
2 amusement, badinage.
Étymologie: cf. ἔπος.