ζηλοτυπέω

Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A to be jealous of, c. acc., ζηλοτυπῶν με καὶ φθονῶν Pl. Smp.213d; τὴν αὑτοῦ γυναῖκα Ath.12.532a, cf. POxy.472.11 (ii A.D.); ζ. δούλην ἐπὶ τῷ ἀνδρί in regard to her husband, Plu.2.267d: c. dat., emulate, ζ. τινὶ ἐπαινουμένῳ Demetr.Eloc.292:—Pass., ἡ -ουμένη μεμοιχεῦσθαι Ph.1.141.    2 envy, Cic.Att.13.18.2 (Pass., ib.13.1); ζ. τινά τινος Jul.Or.5.167c.    II c.acc. rei, regard with jealous anger, τὰ γιγνόμενα Aeschin.1.58.    2 pretend to, affect, κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν Id.3.211; imitate, follow, τὴν Θάλητος δόξαν Suid. s.v. Φερεκύδης :—Pass., ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννίς Plu.Arat.25.

German (Pape)

[Seite 1139] (nach den Atticisten hellenistisch für ζηλόω), beneiden, καὶ φθονεῖν, τινά, Plat. Conv. 213 d; κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετήν Aesch. 3, 211; häufiger bei Sp., wie Luc. Tim. 14; pass., ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννίς, Gegenstand neidischer Bestrebungen, Plut. Arat. 25; eifersüchtig sein, Strat. 17 (XII, 175); τινά, auf Jem., Ath. XII, 532 a; neidisch nacheifern, τινί, Dem. Phalar. 312.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλοτῠπέω: ζηλεύω τινά, μετ’ αἰτ., ζηλοτυπῶν με καὶ φθονῶν Πλάτ. Συμπ. 213D˙ τὴν αὑτοῦ γυναῖκα Ἀθήν. 532A˙ ζ. δούλην ἐπὶ τῷ ἀνδρί, ὡς πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς, Πλούτ. 2. 267D˙ μετὰ δοτ., ζηλοτ. τινὶ ἐπαινουμένῳ Δημ. Φαλ. 292. 2) φθονῶ, εἶμαι ζηλότυπος, «ζηλεύω», Κικ. Ἀττ. 13. 13, ἐν τῷ παθ. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., θεωρῶ τι μετὰ ζηλοτύπου θυμοῦ, Αἰσχίν. 9. 4. 2) προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, κάθαρμα ζηλοτυποῦν ἀρετὴν ὁ αὐτ. 84. 15. - Παθ., ἡ ζηλοτυπουμένη τυραννὶς Πλούτ. Ἀράτ. 25. 3) εἶμαι ζηλωτὴς ὑπέρ τινος, τὴν ἀλήθειαν Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
jalouser, envier, être jaloux de, acc..
Étymologie: ζηλότυπος.