θάσσω

Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

Ep. θᾰάσσω (q.v.),

   A sit, sit idle, στρατὸς δὲ θάσσει E.Supp. 391; ἥσυχος θ. Id.Ba.622 (troch.); ἀμφὶ βωμόν Id.Rh.509; ἐπ' ἀκταῖς Id.Hec.36; τρίποδι ἐν χρυσέῳ Id.IT1253 (lyr.); πρὸς βάθροις Id.HF 715: c. acc. sedis, θάσσειν θρόνον S.OT161 (lyr.); θ. τρίποδα E.Ion91 (anap.); θ. δάπεδον Id.Andr.117 (lyr.): c. acc. cogn., θ. δυστήνους ἕδρας to sit in wretched posture, Id.HF1214, cf. Ar.Th.889. (θᾱσσω contr. fr. θαάσσω (θᾰϝᾰκyω, cf. θάβακος): v. θᾶκος, θοάζω.)

German (Pape)

[Seite 1188] sitzen, ruhen, vgl. oben das ep. θαάσσω; στρατὸς θάσσει Eur. Suppl. 408; ἐν τρίποδι I. T. 1253; – c. acc., ἃ κυκλόεντ' ἀγορᾶς θρόνον εὐκλέα θάσσει, sitzt auf dem ruhmvollen Throne, Soph. O. R. 161; τρίποδα Eur. Ion 91; ἄκραν Or. 861; ἕδρας Ar. Th. 889.

Greek (Liddell-Scott)

θάσσω: Ἀττ. θαάσσω (ὃ ἴδε), κάθημαι, μένω ἄπρακτος, ἀργός, στρατὸς δὲ θάσσει Εὐρ. Ἱκέτ. 391· ἥσυχος θ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 622· ἀμφὶ βωμὸν ὁ αὐτ. Ρήσ. 509· ἐπ’ ἀκταῖς ὁ αὐτ. Ἑκ. 36, Ι. T. 1253· πρὸς βάθροις ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 715· - μετ’ αἰτ., θάσσειν θρόνον Σοφ. Ο. T. 161· θ. τρίποδα Εὐρ Ἴωνι 91· θ. δάπεδον ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 117· - θ. δυστήνους ἕδρας, κάθημαι ἐν σήματι δυστυχοῦς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1214, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 889· ἴδε θοάζω ΙΙ, θακέω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
être assis : θρόνον SOPH sur un trône ; demeurer immobile.
Étymologie: θᾶκος.