[δῑ], ον,
A softly-rolling, βλέφαρα AP5.249 (Paul. Sil.).
ἠπῐοδίνητος: ῑ, ον, ἡσύχως, γλυκὰ περιδινούμενος, βλέφαρα Ἀνθ. Π. 5. 250.
ος, ον :tourné doucement.Étymologie: ἤπιος, δινέω.