θελεμός

Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

όν, epith. of πῶμα, A.Supp.1027 (lyr.): glossed by οἰκτρόν, ἥσυχον, Hsch.; but,= θελημός, acc. to Hdn.Gr.1.171, cf. EM103.48. Adv.

   A -μῶς Hsch.

German (Pape)

[Seite 1192] (nach Arcad. so zu accentuiren, der es wie E. M. mit ἐθελημός zusammenstellt), nur Aesch. Suppl. 1007, ποταμοὺς δ' οἳ διὰ χώρας θελεμὸν πῶμα χέουσιν, freiwillig, von selbst strömend; od. nach Anderen von θάλλω, θηλέω, nährend, befruchtend.

Greek (Liddell-Scott)

θελεμός: όν: - θελεμὸν πῶμα, ἐπὶ τοῦ Νείλου, ἑρμηνευόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. οἰκτρόν, ἥσυχον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1027˙ ὁ Coningt. προτείνει θελεμωτέρῳ πνεύματι ὡσαύτως ἐν Θήβ. 707. Ὑποτίθεται ἐν Ε. Μ. 103. 48, ὡς πρῶτος τύπος τοῦ ἐθελημός˙ καὶ ὁ Ἀρκάδ. 61. 3, λέγει, τὸ δὲ θελεμὸς ἀπὸ τοῦ θελημὸς ὀξύνεται.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui coule ou jaillit de soi-même, ou pê fécondant.
Étymologie: cf. θάλλω ou θηλέω.