θηλέω
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
Dor. θαλέω,
A Ep. impf. θήλεον Od.5.73: fut. θηλήσω (ἀνα-) Il.1.236: Dor. poet. aor. θάλησα Pi.N.4.88; part. θηλήσας AP9.363 (Mel.): (τεθηλημένα is f.l. in Hp.Insomn.90):—poet. for θάλλω, to be full of, abound in, c. gen., λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον Od.l.c.: c. dat., θάλησε σελίνοις Pi.l.c.; νικοφορίαις ἄστυ θάλησε ib. 10.42.
2 abs., grow luxuriantly, flourish, A.R.3.221, APl.c.; of a child, IG14.1971; prob. for ἐθάλλεον, Epigr. ap. Plu.2.110b.
II causal, make to bloom, Alex.Aet.3.9.
German (Pape)
[Seite 1207] dor. θαλέω, grünen u. blühen; von Wiesen, Od. 5, 73 λειμῶνες σελίνου θήλεον, vom Eppich; ἡμερίδες ἐθήλεον Ap. Rh. 3, 221; Pind. N. 4, 88 θάλησε σελίνοις, er blühte im Eppichkranz; übertr., νικαφορίαις ἄστυ θάλησε N. 10, 42; sp. D.
French (Bailly abrégé)
θηλῶ :
se couvrir de verdure, verdoyer, fleurir.
Étymologie: cf. θάλλω.
Russian (Dvoretsky)
θηλέω: дор. θᾱλέω (эп. impf. θήλεον)
1 зеленеть, расцветать (σελίνου Hom. и σελίνοις Pind.; φυτὰ θηλήσαντα Anth.);
2 перен. цвести, прославляться (νικαφορίαις Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
θηλέω: Δωρ. θᾱλέω, Ἐπικ. παρατ. θήλεον Ὀδ.· μέλλ. θηλήσω (ἀνα-) Ἰλ.· Δωρ. ποιητ. ἀόρ. θάλησα Πίνδ., μετοχ. θηλήσας Ἀνθ. Π. 9. 363· ἐν Ἱππ. 378. 52, ὁ Littré διορθοῖ τεθήλῃ μὲν ἀντὶ τεθηλημένα. Ποιητ. ἀντὶ θάλλω, εἶμαι πλήρης τινός, ἔχω ἀφθονίαν τινός, μετὰ γεν., λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον Ὀδ. Ε. 73· ὡσαύτως μετὰ δοτ., θάλησε σελίνοις Πίνδ. Ν. 4. 143· νικοφορίαις ἄστυ θάλησε αὐτόθι 10. 78. 2) ἀπολ., αὐξάνομαι ἀφθόνως, ζωηρῶς, ἀκμάζω, ἀνθῶ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 221, Ἀνθ. Π. 9. 363, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 6278· ἐν Ἐπιγράμμ. παρὰ Πλουτ. 2. 110Β, ἐθάλεον διορθωτέον ἀντὶ ἐθάλλεον, ἴδε Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 548. ΙΙ. μεταβατ. ἐνεργείας, κάμνω τι νὰ ἀνθῇ, Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθεν. 14. 9· κοινῶς θαλλήσει.
English (Autenrieth)
=θάλλω, w. gen. of fulness, Od. 5.73†.
Greek Monolingual
θηλέω και δωρ. τ. θαλέω (Α)
1. (για λειμώνες και αγρούς)
θάλλω, ανθώ, πρασινίζω (α. «λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον», Ομ. Οδ.
β. «θάλησε σελίνοις», «Πίνδ.)
2. μτφ. αυξάνομαι, ευδοκιμώ
3. κάνω κάποιο φυτό να ανθήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από τον παρακμ. τέθηλα του θάλλω.
Greek Monotonic
θηλέω: Δωρ. θᾱλέω, Επικ. παρατ. θήλεον, μέλ. θηλήσω, Δωρ. ποιητ. αόρ. θάλησα· (θάλλω)·
1. είμαι γεμάτος από, με γεν., λειμῶνες ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον, τα λιβάδια ήταν γεμάτα από βιολέτες και μαϊντανό, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως με δοτ., θάλησε σελίνοις, σε Πίνδ.
2. απόλ., ευδοκιμώ, ακμάζω, ανθίζω, σε Ανθ. Π.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: flourish
See also: s. θάλλω.
Middle Liddell
θάλλω
1. to be full of, c. gen., λειμῶνες ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον the meadows were full of violets and parsley, Od.; so c. dat., θάλησε σελίνοις Pind.
2. absol. to flourish, Anth.
Frisk Etymology German
θηλέω: {thēléō}
Grammar: v.
Meaning: blühen, gedeihen
See also: s. θάλλω.
Page 1,670