ον,
A with brutal mind, brutal, APl.3.25 (Phil.).
θηρόθῡμος: -ον, ἔχων ψυχὴν θηρίου, θηριώδης, Ἀνθ. Πλαν. 3. 25.
ος, ον :aux sentiments farouches.Étymologie: θήρ, θυμός.