ἰσορροπία

Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ἡ,

   A equipoise, equilibrium, Pl.Phd. 109a: metaph., ἰ. τοῦ χρόνου Agath.4.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσορροπία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ἔχειν ἴσην ῥοπὴν ἢ κλίσιν πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη, Πλάτ. Φαίδ. 109Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
équilibre.
Étymologie: ἰσόρροπος.