κάνεον

Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Ep. also κάνειον, Att. contr. κανοῦν IG12.313.136, 22.1414.20, al.; dual κανώ ib.12.280.10; pl. κανᾶ ib.22.1414.38:—

   A basket of reed or cane, esp. bread-basket, καλοῖς ἐν κανέοισιν Il.9.217; περικαλλέος ἐκ κανέοιο Od.17.343, cf. Hdt.1.119, etc.; Χάλκειον κάνεον Il.11.630; Χρύσεια κάνεια Od.10.355; esp. used for the sacred barley at sacrifices, ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ 3.442; κανοῦν ἐνῆρκται E.El. 1142, cf. HF926, Aeschin.3.120, Men.Sam.7; τὸ κανοῦν ὀλὰς ἔχον Ar.Pax948, cf. Ach.244, al., Pherecr.137, etc.; carried in procession, Men.Epit.222; as a votive offering (perh. a vessel of basketshape), IG11(2).161B34, al. (Delos, iii B.C.), 7.2424 (Thebes), CIG 2855.21 (Branchidae).

German (Pape)

[Seite 1320] τό, zsgzgn κανοῦν, eigtl. ein aus Rohr geflochtener Korb zum Brote, Il. 9, 217 Od. 17, 343, Ath. I, 13 d; von Gold Od. 10, 355, χρυσήλατον Eur. I. A. 1565; κεράμιον D. Hal. 2, 23; die zum Opfer gebrauchten Körbe, in denen die geweihte Gerste, die Kränze u. das Opfermesser lagen, Od. 3, 441, ἐκ κανοῦ ἑλὼν ὀρθὴν σφαγίδα Eur. El. 810; ἐξάρχου κανᾶ I. A. 435, wie κανοῦν ἐνῆρκται El. 1142; τὸ κανοῦν πάρεστ' ὀλὰς ἔχον Ar. Pax 921; vgl. Add. 1 (VI, 258); sie wurden auf den Köpfen von Jungseauen bei heiligen Festprocessionen getragen, Thue. 6. 56, vgl. κανηφόρος; Dem. 24, 186 τὸν εἰς ἱερὰ εἰσιόντα καὶ χερνίβων καὶ κανῶν ἁψόμενον; ἐξορκοῦν ἐι κανοῖς πρὸς τῷ βωμῷ 59, 78.

Greek (Liddell-Scott)

κάνεον: ᾰ, τό, Ἐπικ. καὶ κάνειον, Ἀττ. συνῃρ. κανοῦν· (κάννα): -κάνιστρον ἐκ καλάμου πεπλεγμένον, πλεκτὸν κανίσκιον, ἰδίως δι’ ἄρτον, «πανέρι», Λατ. canistrum, σῖτον ἑλὼν ἐπένειμε τραπέζῃ καλοῖς ἐν κανέοισιν Ἰλ. Ι. 217· περικαλλέος ἐν κανέοιο Ὀδ. Ρ. 343, κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 1.119· ἐκ χαλκοῦ πεποιημένον, χάλκειον κάνεον Ἰλ. Λ. 630· ἐκ χρυσοῦ, χρύσεια κάνεια Ὀδ. Κ. 355· ἐκ πηλοῦ ὀπτοῦ, κεράμιον Διον. Ἀλ. 2. 23: -ἐχρησίμευε πρὸς ἐναπόθεσιν εἰς αὐτὸ τῆς εἰς τὰ θύματα ἐπιρριπτομένης κριθῆς κατὰ τὴν ὥραν τῆς θυσίας, ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ Ὀδ. Γ. 442· κανοῦν ἐνῆρκται Εὐρ. Ἠλ. 1142, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 926, Αἰσχίν. 70. 31· τὸ κανοῦν ὀλὰς ἔχον Ἀριστοφ. Εἰρ. 948, πρβλ. Ἀχ. 244, 253, Ὄρν. 850· προσφερόμενον ὡς ἀναθηματικὸν δῶρον, Συλλ. Ἐπιγρ. 1570β. 3. 2855. 21.

French (Bailly abrégé)

έου (τό) :
plur. εα;
1 corbeille en osier pour le pain;
2 corbeille pour les objets destinés à un sacrifice.
Étymologie: cf. κάννα.