καρφίτης
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A built of κάρφη (pl.): θάλαμος κ., of a swallow's nest, AP10.4 (Marc. Arg.).
German (Pape)
[Seite 1332] aus dürren Halmen gemacht, θάλαμος, vom Schwalbennest, M. Arg. 24 (X, 4).
Greek (Liddell-Scott)
καρφίτης: -ου, ὁ, ᾠκοδομημένος ἐκ ξηρῶν χόρτων, θάλαμος κ., ἐπὶ τῆς φωλεᾶς χελιδόνος, Ἀνθ. Π. 10. 4· πρβλ. καρφηρός.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
fait de brins de paille (nid).
Étymologie: κάρφος.