κινδυνώδης
English (LSJ)
ες,
A dangerous, Hp.Prog.14, Art.65 (Comp.); κ. καταφοραί Plb.8.20.3; τὸ κ., τὰ κ., J.AJ15.4.2, 14.8.2 (Sup.); κ. λόγοι Max. Tyr.24.5. Adv. -δῶς D.H.7.6, Gal.8.762.
German (Pape)
[Seite 1440] ες, gefährlich, gefahrvoll; καὶ ἐπισφαλής Pol. 8, 22, 3; πόλεμος Plut. Caes. 25 u. sonst öfter bei Sp. – Auch adv., τὸ πέλαγος ἐπιπόνως καὶ κινδυνωδῶς διανύσας D. H. 7, 6.
Greek (Liddell-Scott)
κινδῡνώδης: -ες, (εἶδος) ἐπικίνδυνος, πλήρης κινδύνων, Ἱππ. Προγν. 41, π. Ἄρθρ. 829, Πολύβ. 8. 22, 3. ― Ἐπίρ. -δῶς, Διον. Ἁλ. 7. 6.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
dangereux, hasardeux.
Étymologie: κίνδυνος, -ωδης.