A cry κοΐ, squeak like a young pig, Ar.Ach.746.
κοΐζω: κράζω κοΐ, γρυλίζω ὡς χοιρίδιον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 746· πρβλ. κοάξ.
couiner comme le porc.Étymologie: κοΐ.