κοτυλήρυτος

Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ον, (ἀρύω)

   A that can be drawn in cups, i.e. flowing copiously, streaming, αἷμα Il.23.34.    2 ὄξος κ. a measure of vinegar, Nic.Th.539.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλήρῠτος: -ον, (ἀρύω) ὅπερ δύναταὶ τις νὰ ἀρυσθῇ διὰ ποτηρίων, δηλ. ῥέων ἀφθόνως, κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα, «τοσοῦτον τῷ πλήθει ὥστε καὶ κοτύλῃ ἀρύσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 34, Ἐπικ. παρ’ Ἀθην. 479Α· ― ἀλλὰ, ὄξος κ., πιθαν. μέτρον ὄξους, Νικ. Θηρ. 539· ― πρβλ. εὐήρυτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l’on peut puiser ou recueillir avec une coupe ; qui coule en abondance, à flots.
Étymologie: κοτύλη, ἀρύω.