κωφότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A deafness, Hp.Epid.3.17.ζ, Pl.Alc.1.126b, Plu.2.167c; dullness of hearing, ib.38b: metaph., D.19.226, Phld.Rh.2.118S.
Greek (Liddell-Scott)
κωφότης: -ητος, ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ κωφοῦ, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1103, Πλάτ. Ἀλκ., Δημ. 411. 25, κτλ.· ἀδυναμία τῆς ἀκοῆς, Πλούτ. 2. 38Β, 167Β. 2) καθόλου, ἀμβλύτης, νωθρότης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 9.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 surdité ; affaiblissement de l’ouïe;
2 p. ext. hébètement, affaiblissement ; fig. sottise, stupidité.
Étymologie: κωφός.