ἀμβλύτης
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A bluntness of teeth, Arist.GA789a11; dullness, τῆς διανοίας, τῆς ὄψεως, Plu.2.42c, 1110d; sluggishness, Aret.CA1.5 (pl.), cf. Plu.Galb.18; σπερμάτων, of seeds which fail to germinate, Max.Tyr.16.4.
2 obtuseness, σχήματος Them. in Ph.173.7.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 pérdida del filo, mella de los dientes, Arist.GA 789a11
•embotamiento, pérdida de agudeza τῆς ὄψεως Epicur.Fr.[16] 10, Plu.2.1110d
•de la mente, Plu.2.42c, cf. Poll.3.122, 9.137.
2 torpeza, lentitud Aret.SA 1.5.1, ἀμβλύτητα ... ἐνεποίει τῷ νεωτερισμῷ frenó la revolución Plu.Galb.18, πρὸς πέψιν ἀ. lentitud en la digestión Plu.2.995a, τάχους ἀ. lentitud de marcha de la luna, Plu.2.929a, de la esponja, Plu.2.980c
•c. gen. subjet. τῶν φίλοσοφούντων Plu.2.76d, σπερμάτων de semillas que no acaban de germinar, Max.Tyr.10.4.
3 geom. carácter obtuso σχήματος Them.in Ph.133.7, τῆς γωνίας Hero Def.136.10.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
affaiblissement.
Étymologie: ἀμβλύς.
German (Pape)
ητος, ἡ, Stumpfheit, bes. Stumpfsinn, Verzagtheit, Plut.
Russian (Dvoretsky)
ἀμβλύτης: ητος ἡ тупость, притупленность (τῶν ὀδόντων Arst.; перен. τῆς ὄψεως, τῆς διανοίας Plut.): αἱ ἀμβλύτητες Plut. проявления умственной тупости.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλύτης: -ητος, ἡ, ἔλλειψις ὀξύτητος τῶν ὀδόντων, Ἀριστ. περὶ Ζ. γεν. 5. 8, 8: - νωθρότης, ἀδυναμία, τῆς διανοίας, τῆς ὄψεως Πλούτ. 2. 42C, 1110D: ἀτονία, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 5: - ἀδράνεια, νωχέλεια, Πλουτ. Γάλβ. 18.
Greek Monotonic
ἀμβλύτης: -ητος, ἡ, έλλειψη οξύτητας· μεταφ., νωθρότητα, αδυναμία, σε Πλούτ.