μεθαρμόζω

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

later Att. μεθαρμόττω,

   A dispose differently, correct, εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον (sc. με) S.El.31, cf. Luc.Nigr.12; transpose, δύο ὀνόματα Them.Or.2.33c: abs., make a change, D.H.7.66:—more freq. in Med., μεθάρμοσαι τρόπους νέους adopt new habits, A.Pr.311; μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ πρόσθεν E.Alc.1157; μ. τὸν ἀπράγμονα βίον D.H.11.22; ἐπὶ τὴν συνήθη δίαιταν μ. τὰς τραπέζας restore them to... Plu.2.642f; μ. τι ἔς τι AP7.712 (Erinna), Ph.2.219 codd.; πρός τι AP9.584.12: c. gen., from a certain condition, Μοῦσα τῆς συνήθους μεθαρμοσαμένη σπουδῆς Luc. Am.4, etc.; adapt oneself, μεθηρμόσατο εἰς τὸ λέγειν S.E.M.9.53; πόλις ἡ πρὸς τὰ πράγματα μεθαρμοττομένη D.H.10.51: in Music, change the mode, Iamb.VP25.113:—Pass., τὰ στοιχεῖα μεθαρμοζόμενα having their order changed, LXX Wi.19.18.

German (Pape)

[Seite 111] umstimmen, umändern; εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον, Soph. El. 31, worauf sich Suid. Erkl. ἐπανόρθωσον bezieht; med. sich ändern, μεθάρμοσαι τρόπους νέους, du, ändere dich und nimm neue Sitten an, Aesch. Prom. 309; μεθηρμόσμεθα βελτίω βίον τοῦ πρόσθεν, Eur. Alc. 1160; in sp. Prosa, wie Luc. Nigr. 12; τοῦ δήμου τὴν φύσιν, Plut. reip. ger. pr. 3; auch med., μεθαρμόσασθαι τῆς ψυχῆς, Luc. Dem. enc. 46; auch πρὸς τὰ πράγματα, sich darein schicken, D. Hal. 10, 51.

Greek (Liddell-Scott)

μεθαρμόζω: μεταγεν. Ἀττ. -όττω· μέλλ. -όσω· - διαφόρως διαθέτω, ἐπανορθῶ εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον (ἐνν. με) Σοφ. Ἠλ. 31, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 12, κτλ. - Μέσ., μεθάρμοσαι νέους τρόπους, παράλαβε νέας ἕξεις, Αἰσχύλ. Πρ. 309· μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ πρόσθεν Εὐρ. Ἄλκ. 1157, πρβλ. Κόρινναν 5· μ. τὸν ἀπράγμονα βίον Διον. Ἁλ. 11. 22· μ. τὰς τραπέζας ἐπὶ τὴν συνήθη δίαιταν, ἐπαναφέρω τὸν συνήθη τρόπον τοῦ ζῆν, Πλούτ. 2. 642F· οὕτω, μ. τι ἐς ἢ πρός τι Ἀνθ. 7. 712., 9. 584. - Παθ. καὶ μέσ., προσαρμόζομαι, προσαρμόζω ἐμαυτὸν καταλλήλως πρός τι, μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, τινος, ἔκ τινος καταστάσεως, Λουκ. Ἔρωτες 4, κτλ.· μεθηρμόσατο εἰς τὸ λέγειν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 53· πρός τι Διον. Ἁλ. 10. 51.

French (Bailly abrégé)

ao. μεθήρμοσα;
arranger d’une autre manière, particul. rajuster, remettre en meilleur état, améliorer ; Pass. changer de situation, de sentiment, de genre de vie;
Moy. μεθαρμόζομαι tr. changer pour améliorer : μ. νέους τρόπους ESCHL prendre de nouvelles façons d’être.
Étymologie: μετά, ἁρμόζω.