έως, ὁ,
A shrike, Lanius sp., Mod. Gr. κεφαλᾶς, Arist.HA617a32.
μᾰλᾰκοκρᾱνεύς: ὁ, πτηνόν τι ὅμοιον κίσσῃ, Lanius minor (Sundev.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 22, 2.
έως (ὁ) :sorte d’oiseau.Étymologie: μαλακός, κράνος.