μαλακοκρανεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, shrike, Lanius sp., Mod. Gr. κεφαλᾶς, Arist.HA617a32.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
sorte d'oiseau.
Étymologie: μαλακός, κράνος.

German (Pape)

[ρᾱ], ὁ, der Weichschädel, ein Vogel, Arist. H.A. 9.22.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκοκρᾱνεύς: έως ὁ предполож. зоол. сорокопут малый (Lanius minor) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκοκρᾱνεύς: ὁ, πτηνόν τι ὅμοιον κίσσῃ, Lanius minor (Sundev.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 22, 2.

Greek Monolingual

μαλακοκρανεύς, -έως, ὁ (Α)
το πτηνό αετομάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + -κρανεύς < κράνος.